.

Αυγούστου 31, 2014

ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ, ΕΝΑ ΚΤΕΛ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ.

Γύρισα Bomba Warriors.
Η μαμά είναι πάλι κοντά σας, με ένα ωραίο παραμυθάκι για τις δύσκολες ώρες που δεν έχετε τίποτα να κάνετε.

Ήταν κάποτε μια κοπέλα, πανέμορφη και πανέξυπνη. Ξακουστή για το απαράμιλλο ήθος της. Αγαπητή απ' όλους. Οχτρό δεν είχε.

Και τελοσπάντων για να μην τα πολυλογώ αυτή η κοπέλα ήμουν προφανώς εγώ.
Και είχα πάρει την απόφαση να επιστρέψω σπίτι μου εκ του εξωτικού χωριού της Φοινικούντας. Με το ΚΤΕΛ. Γιατί θα αναρωτιέστε. Γιατί δεν περίμενα λίγο για να φύγω με κάποιο αυτοκίνητο; Εξετάζοντας το από απόσταση, το ίδιο αναρωτιέμαι και εγώ.



Το ΚΤΕΛ για ακόμα μια φορά δεν με άφησε ασυγκίνητη. Το αντίθετο μάλιστα. Αυτό το ιδιόρυθμο, τριτοκοσμικό μέσο πάντα μου προκάλει ένα συντριπτικό μίξ συναισθημάτων και σκέψεων, που μου παίρνει από μια μέρα μέχρι μια βδομάδα, για να χωνέψω και να βάλω σε μια σειρά. Ας γίνω όμως πιο συγκεκριμένη.

Προφανώς δεν μπορείς να κάνεις κανενός είδους κράτηση για να είσαι σίγουρος ότι όταν πας να πάρεις το ένα και μοναδικό ΚΤΕΛ που περνάει από την Μεθώνη στις 8 το πρωι, θα μπορείς να μπεις μέσα. Αντίθετα οφείλεις να πας εκεί και να περιμένεις να δεις την μοίρα να ξετυλίγεται μπροστά στα κουρασμένα μάτια σου. Παρότι για μένα (και όπως πιστευα μεχρι τώρα για τον περισσότερο κόσμο) η 8η πρωινη είναι μια νεκρή ώρα, ιδιαίτερα κατα τους καλοκαιρινούς μήνες, οι Μεθωναίοι έδειχναν να έχουν διαφορετική άποψη. Κόσμος πήγαινε και ερχόταν και έπιανε ψιλή κουβέντα, σε μια γλώσσα που οι πενιχρές μου γνώσεις με έκαναν να πιστέψω ότι ήταν Ελληνικά.

Ατάκες όπως " Ξύπνησα στις έξι, δεν είχα τι να κάνω. Ήπια έναν καφέ, ήπια κι άλλον ένα, με μια χούφτα χασισάκι όλα περνάνε" και " γαμώ το ξεσταύρι μου με τα κωλόσκυλα καλά κάνουν και τους βάζουν φόλες", χαϊδέυανε τα αγουροξυπνημένα αυτιά μου και σκεφτόμουν πόσο διαφορετικοί άνθρωποι είναι όσοι ζουν μακριά από την Αθήνα. Όχι απαραίτητα καλά ή κακά διαφορετικοί. Απλά παράξενοι. 



Οι άντρες λίγο πολύ, εμφανισιακά τουλάχιστον, παρουσιάζουν μια σειρά κοινών χαρακτηριστικών, με κυρίαρχα τα πολύ πλούσια φρύδια, τα κίτρινα νύχια ποδιών και την διαρκή παραγωγή βλέννας που απέβαλαν απο τον οργανισμό τους υπό μορφή υπερχλέπας, που αν σε βρεί στο κεφάλι σε αφήνει σίγουρα στον τόπο.

Οι γυναίκες από την άλλη, είναι πολύ δύσκολο να χαρακτηριστούν γυναίκες.
Άσπρες ρίζες, λαδωμένα μαλλιά, απώλεια σουτιέν που άφηνε ελεύθερα διάφορα ζευγάρια ιδιαίτερα αλλοπρόσαλλων στηθών και στυλιστικές επιλογές που θα έκαναν και πάσχοντα απο καταράκτη με αχρωματοψία να αναρωτήθει για την φύση των κινήτρων, που οδήγησαν σε αυτούς τους συνδυασμούς.



Με τα πολλά και μια ώρα καθυστέρηση, φύγαμε απο αυτό το χωριό. Και μετά από μόλις 20 λεπτά δρόμου, φτάσαμε σε ένα άλλο χωριό. Στην διαδρομή, εικόνες που θύμιζαν οράματα τρόφημου φρενοκομείου που έχει περάσει πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, πλημμύριζαν το οπτικό μου πεδίο. 
Μια εγγόνη να χτενίζει τις 3 τρίχες που αποτελούσαν τα μαλλιά της γιαγιάς της, στο μπαλκόνι μιας εντελώς ρόζ μονοκατοικίας στην μέση του πουθενά. Μια αγελάδα να βοσκάει μόνη της. Δυο σκύλοι να πηδιούνται μπροστά από ένα οικόπεδο από το οποίο για κάποιον λόγο έβγαιναν καπνοί και διάφοροι ημιμυστήριοι τύποι με αθλητικές παντόφλες και τσιγάρα, που κοιτούσαν το πούλμαν σαν δεινόσαυρο.

Στο επόμενο χωριό που φτάνει το ΚΤΕΛ, μπαίνει πολύς κόσμος και η θέση μου για να φτάσω στην Αθήνα παίζεται κορώνα- γράμματα, καθώς πρέπει να κατέβω από το λεοφωρείο και να τρέξω το "ΕΚΔΟΤΗΡΙΟΝ" για να ξαναβγάλω εισητήριο, αυτη την φορά προς την Αθήνα. 

Ο κοντόχοντρος κύριος, με τα πορτοκαλί κατσαρά νύχια, το τσιγάρο και την μπριγιαντίνη στις θλιβερές μπούκλες του, που αποτέλει τον υπέθυνο του Εκδοτήριου, με ενημερώνει ότι είμαι τυχερή γιατί πρόλαβα το τελευταίο εισητήριο. Μου κόβει, λοιπόν, "το τελευταίο, το τυχερό",  (μην φανταστείτε μέσω υπολογιστή ή με κάποιο σύστημα που να δείχνει πόσες θέσεις είναι κλεισμένες και πόσοι περιμένουν στην Καλαμάτα για να πάνε Αθήνα- με μπλοκάκι) και με στέλνει την ευχή της Παναγίας.

Το εισητήριο μου μου αναθέτει την θέση νούμερο 1. Πίσω από τον οδηγό δηλαδίς. Προφανώς δίνουν τις θέσεις από πίσω προς τα μπρος, σκέφτομαι. Ποιος ξέρει γιατί το κάνουν αυτό. Τελοσπάντων, δυστυχώς έχω διπλανό. Έναν υπέρβαρο γέρο που με ενημερώνει για τις σπουδές όλης του της οικογένειας. Τους γάμους των παιδιών του και τα μόρια που έβγαλε ο εγγονός του στις Πανελλήνιες. Επίσης για τα μόρια της γκόμενας του εγγονού του και για τότε που τους τράβηξε η τηλεόραση γιατί ο εγγονός του βγήκε "πρώτος των πρώτων" και κέρασε 150 ευρώ όλο το καφενείο. Και για τότε που ο διευθυντής του σχολείου του είπε για την εγγονή του ότι δεν είναι καλή στα μαθήματα και συμφωνήσανε και οι δύο ότι δεν πειράζει γιατί θα την παντρέψουνε. Όπως καταλαβαίνετε δεν με ένοιαζε καθόλου και μετά από δύο ώρες μονόλογου μάλλον το πρόσωπο μου σταμάτησε να προσποιείται ευγενικές εκφράσεις και ο γέροντας πήρε το μήνυμα. Aka έβγαλε το σκασμό και με άφησε να κοιμηθώ.



Όταν ξύπνησα ο γέρος είχε αντικαταστάθεί από μια γυναίκα που τσακωνόταν με έναν άλλο παππού, που ισχυριζόταν ότι κάποιος ανάμεσα σε εμένα, την διπλανή μου και τους δύο απέναντι, του έχει πάρει την θέση. 

Τελικά η διπλανή μου υπέκυψε στο ημίτρελο βλέμμα, όλο μανία, του γέρου νο2, μεταφέρθηκε σε μια θέση πιο πίσω και κατ' επέκτασιν με καταδίκασε σε 3 δύσκολες ώρες θυμωμένης παππουδίλας. Κάθε φορά που έκανα οποιαδήποτε προσπάθεια να βολευτώ, με μαχαίρωνε με το βλέμμα του. Όταν δε, είδε ότι έχω τατουάζ πρέπει να άρχισε να προσεύχετε για τα πολύτιμα 2 χρόνια που το απομένουν, καθώς πραγματικά με κοιτούσε σαν να τον απειλούσα με όπλο.



Αυτές οι δύσκολες 5 ώρες μου φάνηκαν σαν αιώνες και η απόκοσμη ιδρωτίλα του τύπου που έκοβε τα εισητήρια και στηριζόταν με ανοιχτές μασχάλες ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου, δεν βοήθησαν σε τίποτα, εκτός από μια ενδεχόμενη ζάλη, αποτέλεσμα της υπερβολικής μπόχας. Όταν τελικά έφτασα, συνειδητοποίησα ότι ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν θα περίμενα ότι τα ΚΤΕΛ του Κηφισσού θα μπορούσαν ποτέ να δείχνουν τόσο όμορφα.

Οι αγαπημένες μου φίλες ήρθαν και με παρέλαβαν και όταν τελικά ξάπλωσα στο πολυαγαπημένο μου κρεβατάκι, οι παραπάνω εικόνες χαστούκιζαν την συνειδησή μου, μέχρι που τελικά με πήρε ο ύπνος.

Σήμερα όλα είναι καλύτερα. Οι εφιάλτες έχουν σταματήσει και οι γιατροί μου λένε ότι μέσα στην εβδομάδα θα κόψω σιγά σιγά τα χάπια. Καμιά φορά οι σκέψεις επιστρέφουν, αλλά άμα δαγκώσω πολύ δυνατά την γλώσσα μου καταφέρνω να τις αγνοήσω. Νιώθω επιτέλους ξανά ο εαυτός μου.


Δεν υπάρχουν σχόλια: